- σαπέλι
- το, Νεμπορική ονομασία ροδόχρωμου ή ερυθρού ξύλου αφρικανικής προέλευσης, αρκετά λεπτού και σκληρού, κατάλληλου για την κατασκευή αντικολλητού, τού κοντραπλακέ.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sapele / sapeli από ιθαγενή ονομ. τής Δυτικής Αφρικής].
Dictionary of Greek. 2013.